Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το ατελιέ

См. также в других словарях:

  • ατελιέ — το 1. καλλιτεχνικό εργαστήριο, στούντιο (για γλύπτες, ζωγράφους, φωτογράφους κ.λπ.) 2. εργαστήριο ραπτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < γαλλ. atelier] …   Dictionary of Greek

  • ατελιέ — το (λ. γαλλ.), άκλ., εργαστήριο καλλιτέχνη (κυρίως ζωγράφου ή γλύπτη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • στούντιο — το, Ν άκλ. 1. εργαστήριο καλλιτέχνη, ατελιέ 2. σπουδαστήριο 3. εργαστήριο για γύρισμα κινηματογραφικών ταινιών, για πραγματοποίηση ραδιοφωνικών εκπομπών, για μαγνητοφωνήσεις ή για φωτογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. studio < λατ. studium «σπουδή» …   Dictionary of Greek

  • Αρτό, Αντονίν — (Antonin Artaud, 1896 – 1948). Γάλλος ποιητής, ζωγράφος, ηθοποιός, θεωρητικός του θεάτρου και θεατρικός συγγραφέας. Ο πατέρας του ήταν εφοπλιστής και η μητέρα του Ελληνίδα από τη Σμύρνη. Ο Α., που από πολύ νωρίς έδειξε κλίση για την ποίηση, σε… …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Κασινάρι, Μπρούνο — (Bruno Cassinari, Γκροπαρέλο, Πιατσέντσα 1912 – 1992). Ιταλός ζωγράφος και γλύπτης. Σπούδασε στην ακαδημία της Πιατσέντσα. Το 1939 κέρδισε το πρώτο βραβείο νέων καλλιτεχνών και τον επόμενο χρόνο πήρε μέρος στη μιλανέζικη κίνηση κορέντε. Το 1946… …   Dictionary of Greek

  • Κόιπερς, Πέτρους Γιοζέφους Χουμπέρτους — (Petrus Josephus Humbertus Cuypers, Ρέρμοντ 1827 – Άμστερνταμ 1921). Ολλανδός αρχιτέκτονας. Ήταν οπαδός του Βιολέλε Ντικ και εργάστηκε κοντά του για αρκετό διάστημα, πριν ανοίξει στην πατρίδα του το ατελιέ Κ. και Στόλτενμπεργκ για την παραγωγή… …   Dictionary of Greek

  • Μαξίμοφ, Βασίλι Μαξίμοβιτς — (Vasily Maximovich Maximov, Λοπίνο 1844 – Αγία Πετρούπολη 1911). Ρώσος ιμπρεσιονιστής ζωγράφος. Μαθήτευσε σε ιδιωτικό ατελιέ (1855 62) και παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης (1863 66). Από το 1872 ήταν μέλος… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Γιώργου Γουναρόπουλου — Στεγάζεται στο σπίτι ατελιέ (Γουναρόπουλου 6, Ζωγράφου) όπου έζησε μετά την επιστροφή του από το Παρίσι μέχρι το θάνατό του, το 1977, ο Γιώργος Γουναρόπουλος και ζωγράφιζε τις ονειρικές του μορφές. Γεννημένος στη Σωζόπολη των βουλγαρικών ακτών… …   Dictionary of Greek

  • Μπουζιάνης, Γεώργιος — (Αθήνα 1885 – 1959). Ζωγράφος. Γιος εμπόρου καταγόμενου από την Τρίπολη, γράφτηκε το 1900 ακολουθώντας τις προτροπές του φίλου του ζωγράφου Αργυρού στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου είχε δασκάλους τον Ροιλό, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Γερανιώτη, τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»